Τα πανιά
Τα πανιά (ιστία) των ιστιοφόρων καραβιών τα ύφαιναν στο Γαλαξείδι ή τα έφερναν από το εξωτερικό. Ειδικευμένοι τεχνίτες, οι βιλιέρηδες, τα σχεδίαζαν, τα έκοβαν και τα έραβαν ανάλογα με τον τύπο της ιστιοφορίας και το μέγεθος του καραβιού. Η εργασία γινόταν στο ύπαιθρο, και τον χειμώνα στους επάνω ορόφους των σπιτιών, το αβέρτο, που δεν είχε εσωτερικά χωρίσματα. Το ράψιμο ή διόρθωμα των πανιών γινόταν με βελόνες-σακοράφες και σπάγγο αλειμμένο με κερί. Για να τρυπήσει η σακοράφα το χοντρό πανί, την έσπρωχναν με το βαρδαμά.
Ο βαρδαμάς ήταν φτιαγμένος σαν γάντι χωρίς δάχτυλα από χοντρό πετσί ή καραβόπανο, και τον φορούσαν στην παλάμη και στον αντίχειρα του δεξιού χεριού. Πάνω στο βαρδαμά από το μέρος της παλάμης στερέωναν ένα μεταλλικό κομμάτι σε μέγεθος και σχήμα δεκάρας για να γίνεται ανώδυνα για την παλάμη η πίεση της σακοράφας που τρυπούσε το πανί.
Σχοινιά, πολλών εκατοντάδων μέτρων, ήταν απαραίτητα για τα πανιά του καραβιού αλλά και για άλλες εργασίες. Ανάλογα με τη χρήση τους ήταν το πάχος, μήκος και πλέξιμο τους. Με τα σχοινιά σχημάτιζαν και ειδικούς ναυτικούς κόμπους και θηλιές, που είχε ο καθένας τη δική του ονομασία.