Το μουσείο

Το Γαλαξείδι έδεσε την ύπαρξη του με τη θάλασσα, αιώνια πρόσκληση για ταξίδι και αναζήτηση. Την έννοια της θάλασσας περικλείει μία ενιαία ποιητική πραγματικότητα παρόλη τη ποικιλία των συνειρμών και συμβολισμών, στους οποίους παραπέμπει. Τα λόγια του νερού, αλλά και η ροή του λόγου οδηγούν την επίσκεψή μας στο μουσείο, όπου εκθέματα και ιστορία αλληλοσυμπληρώνουν τη μνήμη αυτού του τόπου.

Η ιστορία που μας διηγείται η θάλασσα ξεκινά από τα αρχαία χρόνια, τότε που τα ναυάγια μαρτυρούν την επικοινωνία με μακρινούς τόπους και τα ναυπηγεία την έντονη ναυτική δραστηριότητα. Το χρονικό του Γαλαξειδιού μας περνάει στα βυζαντινά χρόνια, όταν καταστροφές και κουρσέματα μαστίζουν τη ναυτική πολιτεία που βρίσκει καταφύγιο στα πλοία. Κατά την τουρκοκρατία δημιουργείται στόλος και η επανάσταση βρίσκει το Γαλαξείδι να μάχεται για την ελευθερία.

Μετά την απελευθέρωση το Γαλαξείδι απέκτησε 350 ποντοπόρα πλοία που ταξίδευαν στη Μεσόγειο αλλά και τον Ατλαντικό. Πολλά κτίστηκαν στο Γαλαξείδι. Η γέννηση του πλοίου από τα σχέδια μέχρι το κτίσιμό του, οι τύποι των σκαφών, τα τμήματα, τα υλικά τους, και γενικά όλη η τέχνη της ναυπηγικής παρουσιάζεται στο Μουσείο σαν την αρχή μιας ζωής όπου ο χωροχρόνος είναι μια ενιαία έννοια που μετριέται με τα αστέρια, τους εξάντες, τις πυξίδες, τους χάρτες, αλλά και με τούς αποχωρισμούς στην Πέρα Πάντα, την προσμονή, το αγνάντεμα και τη γιορτή της επιστροφής με τα γλέντια και τα δώρα.

Παράλληλα οι ασφάλειες, τα επίσημα έγγραφα και το νομικό πλαίσιο μαρτυρούν μία δυνατή δομή διαχείρισης της ναυτικής περιουσίας. Υπάρχουν κάποια πλοία, όπως ο Αίολος και η Ασημούλα, που ο θρύλος τους ακόμα τριγυρίζει στο Γαλαξείδι και θα τα ακολουθήσουμε στα περασμένα τους ταξίδια, με τα ημερολόγιά και τα πορτραίτα τους, τις φωτογραφίες των καπεταναίων και τα σχέδια των σκαριών τους .

Από την ομορφιά των πλοίων και την περιφάνεια των ιδιοκτητών τους γεννήθηκε η τέχνη των πορτραίτων των ιστιοφόρων που πόζαραν στα λιμάνια όλου του κόσμου και ζωγραφίστηκαν από έμπειρους καλλιτέχνες.
Την ίδια εποχή που κτίστηκαν τα ποντοπόρα πλοία, το Γαλαξείδι παίρνει την τελική οικιστική του μορφή, σηματοδοτώντας τον παράλληλο βίο του πλοίου και του σπιτιού, του στόλου και της πολιτείας. Το 1903 πέφτει στη θάλασσα το τελευταίο ιστιοφόρο και το 1904 χτίζεται το τελευταίο νεοκλασικό σπίτι. Στη συνέχεια έρχεται η χρήση των πρώτων ατμόπλοιων και το Γαλαξείδι ερημώνει.

Και αν σήμερα τα εμπορικά ιστιοφόρα δεν αράζουν πια στο λιμάνι, το τρεμάμενο καθρέφτισμα των σπιτιών του Γαλαξιδειού στα ήσυχα νερά του αποτυπώνει φευγαλέα την ύπαρξη τους.

Σύντομη ιστορία του Μουσείου

Ιδρύεται το 1928 από τον ιατρό Κοινοτάρχη Ευθύμιο Κ. Βλάμη οποίος συγκέντρωσε τους χάρτινους πίνακες, πορτραίτα καραβιών από τα σπίτια των Γαλαξειδιωτών. Συγκεντρώθηκαν στη συνέχεια από δωρεές άλλα ναυτικά αντικείμενα.
Προσθήκη Αρχαιολογικής Συλλογής το 1932 από την «Ένωση Νέων Γαλαξειδίου» με Πρόεδρο τον Ισίδωρο Π. Σιδηρόπουλο. Απόκτηση του χειρογράφου «Το Χρονικό του Γαλαξειδίου» το οποίο ανακάλυψε ο Κ.Ν.Σάθας το 1864 στα ερείπια του Βυζαντινού Μοναστηριού του Σωτήρα.
Επέκταση το 1962 από την Kοινοτάρχη Ζωή Β. Τζιγγούνη, με Eπιμελητή του Μουσείου τον πλοίαρχο Αθανάσιο Μπομπογιάννη. Αναδιοργάνωση το 1977 από τον Έφορο Αρχαιοτήτων Δελφών Πέτρο Θέμελη, με Έφορο του Μουσείου τη λαογράφο Ροδούλα Σταθάκη-Κούμαρη.

Ανακαίνιση και επέκταση κτιρίου το 2001-2002 επί δημαρχίας Δ. Κουτουνιά με δαπάνη του Ιδρύματος «Σταύρος Σ. Νιάρχος», πρωτοβουλία και διαχείριση του Ν. Β. Καρατζά και μελέτη της αρχιτέκτονας Έλενας Ζερβουδάκη.

Συντήρηση εκθεμάτων το 2000 με δαπάνη του Ιδρύματος «Σταύρος Σ. Νιάρχος». Πρωτοβουλία και διαχείριση από τον ιατρό Νίκο Β. Καρατζά και επιστασία της Ρ. Σταθάκη-Κούμαρη.

Επανέκθεση με νέα μορφή το 2002-2003. Συντονισμός έργου από τον Ν. Β. Καρατζά, μελέτη της Έλενας Ζερβουδάκη, επιστημονική επίβλεψη των Ρ. Σταθάκη-Κούμαρη, της Διευθύντριας Αρχαιοτήτων Δελφών Ρ. Κολώνια, των αρχαιολόγου Π. Βαλαβάνη και Μ.Γαλάνη-Κρίκου με συνεργασία ομάδας ειδικών επιστημόνων και με χορηγίες του Υπουργείου Πολιτισμού και άλλων φορέων. Κείμενα: Π. Βαλαβάνη, Μ. Γαλάνη-Κρίκου, Ν. Β. Καρατζά, Ρ. Σταθάκη-Κούμαρη και Γ. Τσαουσάκη. Γραφιστικά της Δ. Βασιλάκη και λογότυπος και σήμανση Ρ. Σεντούκα.