Ελεύθερο Γαλαξείδι και ναυτική και εμπορική ακμή 1830 έως αρχές 20ου αιώνα
Οι Γαλαξειδιώτες, μετά από τις αλλεπάλληλες καταστροφές γύρισαν ελεύθεροι στις καμένες και γκρεμισμένες εστίες τους. Εργατικοί και δημιουργικοί κτίζουν τις εκκλησίες, τα σχολεία και τα σπίτια, οργανώνουν διοικητικά την πόλη, και τακτοποιούν περιουσιακά στοιχεία.
Γύρω από τα δύο λιμάνια ετοιμάζουν τα ναυπηγεία, και αρχίζουν πάλι τις ναυτιλιακές και εμπορικές δραστηριότητές τους.
Τη δεκαετία του 1870, την εποχή της μεγάλης ακμής των ιστιοφόρων, το Γαλαξείδι γίνεται το δεύτερο, μετά τη Σύρα, ναυτιλιακό κέντρο της Ελλάδας με 100 ιστιοφόρα Α΄ και 250 Β΄ κλάσεως. Ρίχνονται κάθε χρόνο στη θάλασσα 15-20 καράβια, τα περισσότερα χτισμένα στο Γαλαξείδι, που διασχίζουν τη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι και τον Ατλαντικό. Η ναυτική πολιτεία αποκτά τη σημερινή οικιστική της μορφή, με περίπου έξι χιλιάδες κατοίκους.
Με την άφιξη των ατμόπλοιων το Γαλαξείδι, που δεν συμβιβάστηκε με τη νέα τεχνολογία, μπαίνει με γοργό ρυθμό στη παρακμή.
Πέτρος Δ. Πετρατζάς, «Ο λιμήν ΓΑΛΑΞΕΙΔΙΟΥ»., ελαιογραφία, που παριστά την άφιξη του Βασιλιά Όθωνος το 1834. Ο γερμανός αρχαιολόγος L. Ross, που συνόδευε τον βασιλιά, αναφέρει ότι μετά την επίσκεψή του στην εκκλησία, φιλοξενήθηκε σε σπίτι καραβοκύρη. Προφορική παράδοση αναφέρει ότι το σπίτι αυτό ήταν του Καπετάν Κωνσταντή Δεδούση, που διακρίνεται δεξιά του πίνακα με τη μεγάλη ελληνική σημαία, και διατηρείται μέχρι σήμερα.